αρμυρούτσικος

αρμυρούτσικος
-η, -ο
1. αρκετά αλμυρός
2. λιγάκι υπερτιμημένος, ακριβούτσικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλμυρούτσικος — αλμυρούτσικος, η, ο και αρμυρούτσικος, η, ο υποκορ. του αλμυρός ή αρμυρός: Το ψάρι είναι αλμυρούτσικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υφάρμυρος — η, ο ο λίγο αρμυρός, ο αρμυρούτσικος, ο γλυφός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”